Το πλοίο της Κερύνειας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ναυάγια της ελληνιστικής εποχής στην ανατολική Μεσόγειο. Χρονολογείται στην περίοδο 320 – 310 π.Χ. και υπολογίζεται ότι ναυάγησε στις βόρειες ακτές της Κύπρου μεταξύ του 295 με 285 π.Χ. Η ανακάλυψή του έγινε από τον Ανδρέα Καριόλου το 1966 σε βάθος περίπου 30 μέτρων.
Το 1968 το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου παραχώρησε σε μία ομάδα αρχαιολόγων του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια δύο καλοκαιρινές ανασκαφικές περιόδους, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Μάικλ Κάτσεφ και την σύζυγό του Σούζαν Γουόμερ Κάτσεφ, και σύντομα ξεκίνησε μία υποβρύχια ανασκαφική έρευνα που διήρκησε πέντε χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα και έπειτα από εκτενή μελέτη του ναυαγίου, επιχειρήθηκε η αναπαράσταση του σκαριού στα πλαίσια της πειραματικής αρχαιολογίας.

Το 1981 ο Χάρης Ε. Τζάλας προσπάθησε να προσεγγίσει τον Μάικλ Κάτσεφ και την σύζυγό του, επιθυμώντας την συνεργασία τους στην κατασκευή ενός ομοιώματος του πλοίου σε φυσική κλίμακα στο Πέρασμα του Πειραιά. Για την επίτευξη του στόχου, συνεργάστηκε με τον Μανόλη Ψαρρό, έναν από τους γνωστότερους ναυπηγούς του Περάματος και απόγονο οικογενείας καραβομαραγκών που επί γενεές κατασκεύαζαν ξύλινα καράβια στο νησί της Σύμης. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του Ψαρρού, για την κατασκευή του ομοιώματος χρησιμοποιήθηκε ο αρχαίος τρόπος κατασκευής «πρώτα το πέτσωμα» κατά την οποία είχε δημιουργηθεί και το αυθεντικό σκαρί. Το εξωτερικό κέλυφος του αρχαίου πλοίου ήταν σε μεγάλο βαθμό φτιαγμένο από σανίδες πεύκου χωρίς προηγουμένως να τοποθετηθούν εσωτερικοί νομείς (δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα). Αφού πρώτα επιλέχθηκαν κορμοί με κατάλληλη καμπύλη, η κάθε σανίδα της Κερύνειας θα λαξευόταν με σκεπάρνι. Αντιθέτως, σήμερα διαμορφώνεται αρχικά ένας σκελετός από στραβόξυλα που τοποθετούνται πάνω στην καρίνα (τρόπιδα) του πλοίου και έπειτα εφαρμόζονται οι σανίδες του πετσώματος (εξωτερική κάλυψη) πάνω στις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομούσαν χρόνο και συγχρόνως απέφευγαν περιττές δαπάνες. Κατά την αρχαιότητα όμως που η εργασία, η ξυλεία και ο χρόνος πλεόναζαν, η κατασκευή πλοίων αποτελούσε ένα είδος γλυπτικής.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το εγχείρημα για το ομοίωμα «Κερύνεια ΙΙ» ήρθε αντιμέτωπο με διάφορα εμπόδια από άποψη μελέτης και έπειτα εφαρμογής της μεθόδου. Καθώς στην συνέχεια προστέθηκαν και άλλα προβλήματα που αφορούσαν την χρηματοδότηση και την οργάνωση της κατασκευής, η διαδικασία τελικά διήρκησε τρία έτη, κάτι που για τον αρχαίο μαραγκό αποτελούσε εργασία τριών έως τεσσάρων μηνών.
Το 1984 και το 1985 ξεκίνησαν οι πρώτες δοκιμαστικές διαδρομές, που συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1986 και την άνοιξη του 1987 με δύο εκτεταμένα πειραματικά ταξίδια προς την Κύπρο, με επιστροφή στον Πειραιά. Το πλήρωμα στελέχωσαν πολλοί πρωταθλητές ιστιοπλοΐας και ιστιοπλόοι που είχαν συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το πλοίο σάλπαρε και επισκέφθηκε λιμάνια διαφόρων νησιών του Αιγαίου με σπουδαίο παρελθόν χιλιετιών στη ναυσιπλοΐα, και συνέχισε τα πειραματικά του ταξίδια για δεκαεπτά ακόμα χρόνια.

Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε στο Ναυτικό Μουσείο του Sea Port στο Κοννέκτικατ στη Νέα Υόρκη και φιλοξενήθηκε από την παλαιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα Νάρα της Ιαπωνίας, στα πλαίσια της μεγάλης έκθεσης «Ο δρόμος του μεταξιού». Επιπλέον, μεταφέρθηκε στην Σεβίλλη ως μέρος της Παγκόσμιας Έκθεσης και αργότερα, στο Αμβούργο για τον εορτασμό των 700 χρόνων του λιμανιού αυτού

της Βόρειας Θάλασσας. Τέλος, αποτέλεσε προϊόν έκθεσης σε δέκα ελληνικές πόλεις. Το «Κερύνεια ΙΙ» αποτελεί πλέον μόνιμο έκθεμα του Μουσείου «Θάλασσα» της Αγίας Νάπας, που σύντομα πρόκειται να εμπλουτιστεί με εξειδικευμένη βιβλιοθήκη και αρχεία, ώστε να αποτελέσει ένα κέντρο για τη μελέτη και προβολή της πειραματικής ναυτικής αρχαιολογίας.
Επιμέλεια κειμένου: Δέσποινα Νακακτσή
Βιβλιογραφία
Katzev S. W., «Το Αρχαίο Πλοίο της Κυρήνειας, κάτω από τα νερά της Κύπρου», Βαλαβάνης Π. (επιμ.), Μεγάλες Στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα, 2018, 286-300
Τζάλας Χ. Ε., «Κυρήνεια ΙΙ, μια προσπάθεια πειραματικής αρχαιολογίας», «Το Αρχαίο Πλοίο της Κυρήνειας, κάτω από τα νερά της Κύπρου», Βαλαβάνης Π. (επιμ.), Μεγάλες Στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2018, 300-306
Katzev S. W., “Resurrecting an Ancient Greek Ship: Kyrenia, Cyprus”, Bass G. (επιμ.), Beneath the Seven Seas: Shipwrecks, Seafaring, and Archaeology, Thames & Hudson, London, 2005, 72-80
Dr van Duivenvoorde W., “Anchoring the Kyrenia Ship: An experimental project to reconstruct the ship’s anchor”, Flinders University, Adelaide, 2017
Berlin A. M., “At Home on Board: The Kyrenia Ship and the goods of its crew”, Peignard-Giros A. (επιμ.), DAILY LIFE IN A COSMOPOLITAN WORLD: POTTERY AND CULTURE DURING THE HELLENISTIC PERIOD Proceedings of the 2nd Conference of IARPotHPLyon, November 2015, 5th – 8th, Wien, 2019, 563-564
Δικτυογραφία
Author
-
Ιδρύτρια, Αρθρογράφος, Διαχειρίστρια μέσων κοινωνικής δικτύωσης Απόφοιτος τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με κατεύθυνση αρχαιολογίας. Ενδιαφέροντα: Μεσαιωνικές Σπουδές, Ενάλια Αρχαιολογία, Οστεοαρχαιολογία Facebook: Fenya Mora Instagram: @inserpentia